Περιμένουν την ιθαγένεια

Στις εκλογές δεν ψηφίζουν, καθώς δεν έχουν πολιτικά δικαιώματα.Υπάρχουν μια σειρά από επαγγέλματα δεν επιτρέπεται να ασκήσουν, και σίγουρα δεν έχουν δικαίωμα να δουλέψουν στο ελληνικό Δημόσιο. Δεν μπορούν να βγάλουν ταυτότητα, ούτε δικαιούνται πιστοποιητικό γέννησης. Και κάθε χρόνο πρέπει να υποβάλουν αίτηση παραμονής στη χώρα μεγάλωσαν.


Είναι τα παιδιά των μεταναστών, ή «η αόρατη γενιά» της Ελλάδας.
Πρόκειται για νέους που είτε γεννήθηκαν στην Ελλάδα από γονείς μετανάστες είτε ήρθαν εδώ σε πολύ μικρή ηλικία. Αποκαλούνται και «μετανάστες δεύτερης γενιάς», αν και ο όρος δεν θεωρείται ακριβής, με την έννοια ότι στις περισσότερες περιπτώσεις δεν μετανάστευσαν οι ίδιοι, αλλά οι γονείς τους. Πολλά από τα μέλη αυτής της «αόρατης» γενιάς είναι πια ενήλικες, απόφοιτοι ελληνικών πανεπιστημίων και σχολών, γείτονες, φίλοι και συνάδελφοί μας, με κάθε πιθανό τρόπο ενταγμένοι στην ελληνική κοινωνία. Η Ελλάδα είναι η μόνη πατρίδα που έχουν γνωρίσει, τα ελληνικά είναι η γλώσσα τους και η ελληνική κοινωνία είναι το πλαίσιο όπου μεγάλωσαν. Μόνο που οι νόμοι της Ελλάδας αρνούνται την έκδοση της ταυτότητας που ήδη βιώνουν.

Ο νόμος Ραγκούση και η υπόσχεση του ΣΥΡΙΖΑ

Το δυστύχημα των μελών αυτής της γενιάς ήταν ότι ένα μεγάλο κομμάτι της ενηλικιώθηκε σε μια περίοδο που η χώρα έκανε στροφή προς δεξιές και ακροδεξιές αντιλήψεις και πολιτικές, οι οποίες τους στέρησαν το βασικό ανθρώπινο δικαίωμα της ιθαγένειας. Ένα παράθυρο αναγνώρισης άνοιξε το 2010, με το νόμο 3838, γνωστό και ως «νόμο Ραγκούση», που παραχωρούσε την ιθαγένεια στα περισσότερα από τα παιδιά που είχαν γεννηθεί ή είχαν έρθει πολύ μικρά στην Ελλάδα, με την προϋπόθεση ότι οι γονείς τους θα είχαν συμπληρώσει 5 χρόνια νόμιμης παραμονής στη χώρα.

Παρότι ανεπαρκής σε σχέση με τα διεθνή δεδομένα συγκρίσιμων χωρών, ο νόμος ήταν ένα προοδευτικό βήμα. Εφαρμόστηκε, όμως, για πολύ λίγο, καθώς στις αρχές του 2013, με μια αμφιλεγόμενη απόφαση, το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε αντισυνταγματικές κάποιες από τις διατάξεις του. Υπολογίζεται πως από τους 25.000 νέους που είχαν κάνει αίτηση, περίπου 10.000 πρόλαβαν να πάρουν την ιθαγένεια, ενώ η εξέταση των υπόλοιπων αιτήσεων πάγωσε.
Ο ΣΥΡΙΖΑ είχε δεσμευτεί προεκλογικά και έχει επιβεβαιώσει μετεκλογικά ότι θα φέρει προς ψήφιση τον πολυαναμενόμενο νόμο που θα αποκαθιστά αυτή την αδικία. Παρόλο που οι συγκυβερνώντες Ανεξάρτητοι Έλληνες εμμένουν στη διαφωνία τους για αναγνώριση ιθαγένειας νωρίτερα από την τρίτη γενιά – δηλαδή, τα εγγόνια των μεταναστών- ένας τέτοιος νόμος αναμένεται να υπερψηφιστεί από άλλα πολιτικά κόμματα, που έχουν πιο προοδευτικές αντιλήψεις.
Εκτός από τη νομοθεσία, ωστόσο, πρέπει να αλλάξει και η νοοτροπία. Ο συντηρητισμός που αντιμετωπίζουν τα παιδιά των μεταναστών, δεν περιορίζεται στη λειτουργία του κράτους και δεν θα εξαφανιστει όταν αρθούν τα εμπόδια που τους θέτει ως πολίτες. Ένα μέρος της ελληνικής κοινωνίας παραμένει επιφυλακτικό στη διαφορετικότητα, ενώ ο ρατσισμός έχει ενσωματωθεί βαθιά στο δημόσιο λόγο.



Η ιστορία του Νίκου Ουντουμπιτάν

«Οι γονείς μου ήρθαν τέλη δεκαετίας 70 από το Λάγκος της Νιγηρίας στην Ελλάδα για σπουδές. Ο πατέρας μου σπούδασε Νομικά και η μητέρα μου Οικονομικά. Εγώ γεννήθηκα το 1981 στην Αθήνα. Μεγάλωσα και πήγα σχολείο στα Πατήσια. Οι γονείς μου έδιναν πολύ μεγάλη σημασία στο σχολείο. Ήθελαν οπωσδήποτε να πάω στο πανεπιστήμιο, να σπουδάσω, όπως σπούδασαν και αυτοί.
Παιδικά χρόνια ανέμελα. Όχι πως δεν υπήρχανε δυσκολίες αλλά οι γονείς μου ήτανε νέοι, είχανε έρθει για να σπουδάσουν, είχαν όρεξη να δουλέψουν και να δημιουργήσουν. Βέβαια τα δεδομένα σήμερα είναι άλλα, λίγοι Αφρικανοί έρχονται για σπουδές, οι περισσότεροι είναι οικονομικοί μετανάστες ή πρόσφυγες, οπότε και οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουν είναι πολύ περισσότερες.
Στο σπίτι μιλάγαμε Yoruba, Αγγλικά και Ελληνικά. Μιλάω και τις τρεις γλώσσες το ίδιο άνετα, οι γονείς μου θεωρούσαν πολύ σημαντικό να ενταχθώ στην ελληνική κοινωνία αλλά ταυτόχρονα να μη χάσω την επαφή με τις ρίζες μου. Έχω κουλτούρα και νοοτροπία ελληνική. Την ίδια στιγμή έχω κρατήσει στοιχεία από την κουλτούρα των γονιών μου. Αυτό με βοηθάει, δεν ξέρω πώς να το εξηγήσω, με φέρνει σε μια ισορροπία, συναισθηματικά και πνευματικά.
Πολλές φορές οι έννοιες ένταξη και αφομοίωση μπερδεύονται στο μυαλό του περισσότερου κόσμου. Αυτό είναι έκδηλο και στην επίσημη κρατική ρητορική, η οποία μπορεί να μιλάει για ένταξη αλλά στην ουσία ευνοεί την αφομοίωση. Για αυτό το λόγο κιόλας, πολλά παιδιά μεταναστευτικής καταγωγής αφομοιώθηκαν, η πολιτισμική διαφορετικότητα φάνταζε εμπόδιο στην ένταξη τους στον κοινωνικό ιστό.
 Στο δημοτικό, και πάντα στα πλαίσια του σχολείου, το χρώμα του δέρματος μου δεν φαινόταν να επηρεάζει την καθημερινότητα μου. Στο Γυμνάσιο, ένιωσα για πρώτη φορά να κλονίζεται η ισορροπία που είχα μέσα μου. Ένα παιδί μεταναστευτικής καταγωγής, για να μπορέσει να γίνει αποδεκτό σε ένα καινούργιο σχολικό περιβάλλον, πολλές φορές αναγκάζεται να ‘αποδείξει’ πρώτα στον εαυτό του και μετά στους συμμαθητές του ότι είναι ‘ένας από αυτούς’. Είχα δύο συμμαθητές που δε μιλούσαν καλά ελληνικά αν και είχαν Έλληνες γονείς, τον Χρήστο, ο οποίος είχε γεννηθεί στην Αλβανία, και τον Gus (Κώστας), ο οποίος είχε γεννηθεί στην Αμερική.
Και οι δύο ήρθαν στο σχολείο μας στο γυμνάσιο, όταν επέστρεψαν οικογενειακώς στην Ελλάδα. Ο Χρήστος ήταν για όλους ο Αλβανός και κανείς δεν ήθελε να κάνει παρέα μαζί του. Ο Gus όμως ήταν Αμερικάνος και όλοι ήθελαν να είναι φίλοι του. Και οι τρεις μας ήμασταν οι «διαφορετικοί», η διαφορετικότητα του καθενός μας όμως γινόταν αντιληπτή με διαφορετικό τρόπο, είτε ως ανωτερότητα, είτε ως κατωτερότητα.
Μια μέρα με σταμάτησαν στον δρόμο. Μου ζήτησαν τα χαρτιά. Δεν είχα. Όλοι οι φίλοι μου είχαν να δείξουν τις ταυτότητές τους. Εγώ τίποτα. Πήγα σπίτι αναστατωμένος. «Εγώ τι έχω να δείξω όταν μου ζητούν χαρτιά;» ρώτησα τους γονείς μου. Δεν ήξεραν τι να μου απαντήσουν. Το μόνο που μπορούσα να έχω επάνω μου ήταν η ληξιαρχική πράξη γέννησης, από το Μαιευτήριο «Αλεξάνδρα». Ήταν η ταυτότητά μου.

Στα 18 μου έπρεπε να βγάλω άδεια παραμονής. Χρειαζόμουν άδεια παραμονής για να βρίσκομαι νόμιμα στη χώρα που γεννήθηκα και μεγάλωσα. Ποτέ δεν είχα σκεφτεί ότι θα μπορούσα να ανήκω οπουδήποτε αλλού πέραν της ελληνικής κοινωνίας. Και ως μέλος της κοινωνίας αυτής αντιμετωπιζόμουν τόσο από τους φίλους μου όσο και από τον ευρύτερο κοινωνικό μου περίγυρο. 
Και αυτή είναι η απάντηση που δίνω σε όλους όσους με ρωτάνε τι νιώθω.Είναι αναφαίρετο δικαίωμα μου να είμαι πολίτης της χώρας που γεννήθηκα και μεγάλωσα, όπως είναι αναφαίρετο δικαίωμα μου να είμαι και Παναθηναϊκός, και ροκάς, και χορτοφάγος, και ότι άλλο εγώ επιλέγω. Όλοι μας έχουμε δικαίωμα στη διαφορετικότητα, γιατί, στην τελική, πόσοι από τα 10.8 εκατομμύρια που κατοικούν στην Ελλάδα σήμερα είναι ίδιοι μεταξύ τους;
Στην Ελλάδα, σήμερα, η διαφορετικότητα, πολιτισμική, θρησκευτική ή φυλετική (τόσο με την έννοια του φύλου όσο και της φυλής), εκλαμβάνεται από πολλούς ως κατωτερότητα. Και δεν χρειάζεται κάποιος να είναι ακροδεξιός ή ακόμα και δεξιός για να ενστερνίζεται τέτοιες απόψεις. 
Η καταδίκη της διαφορετικότητας υπάρχει σε όλα τα μήκη και τα εύρη της ελληνικής κοινωνίας συνειδητά, ασυνείδητα και υποσυνείδητα. Αν υπάρχει κάποιος λόγος που λαμβάνουν χώρα όλα αυτά τα περιστατικά ωμής βίας, είναι η απραξία και η ανοχή που δείχνει το Κράτος σε όλα αυτά τα φαινόμενα, κάτι που εκλαμβάνεται ως σιωπηλή συναίνεση από μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας.
Δεν μπορώ να πιστέψω ότι σήμερα, εν έτη 2013, στοχοποιούνται μεικτά ζευγάρια, μεικτές οικογένειες, μεικτές παρέες. Δεν μπορώ να πιστέψω ότι σήμερα, υπάρχουν παιδιά που τρώνε ξύλο στο σχολείο από τους συμμαθητές τους απλά επειδή είναι διαφορετικοί. Η ελληνική κοινωνία δεν έχει αντιδράσει ακόμα σε αυτά τα φαινόμενα, αλλά πραγματικά, θέλω να πιστεύω ότι δε τα αποδέχεται.
Ο διαφορετικός σήμερα, γίνεται στόχος, στη δουλειά του, στο σχολείο, στο δρόμο. Γίνεται ο αποδιοπομπαίος τράγος όλων των προβλημάτων που αντιμετωπίζει η κοινωνία στην Ελλάδα της Κρίσης. Μιας κρίσης που όπως αποδεικνύεται καθημερινά, δεν είναι μόνο οικονομική.» 

Η ιστορία της Άννας

«Είμαι η Άννα από Θεσσαλονίκη, η καταγωγή μου είναι από Αλβανία και ζω στην Ελλάδα περίπου 18 χρόνια. Έχω τελειώσει εδώ ελληνικό σχολείο, όπως τα περισσότερα παιδιά άλλωστε μεταναστών, και εκτός αυτού είμαι πτυχιούχος ελληνικής φιλολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Δεν έχω αποκτήσει ακόμη την ελληνική ιθαγένεια και εδώ ακριβώς έγκειται και το »ιδιαίτερο» πρόβλημα μου, το οποίο όμως μαζί με μένα, όπως θα καταλάβετε στη συνέχεια, αφορά και ένα μεγάλο ποσοστό παιδιών μεταναστευτικής καταγωγής!
Συγκεκριμένα, τον περασμένο Νοέμβριο κατά τη διάρκεια αναζήτησης μου για δουλειά σε διάφορα φροντιστήρια έμαθα ότι για να εργαστεί κάποιος σε φροντιστήριο θα πρέπει να βγάλει άδεια διδασκαλίας πρώτα. Πήγα λοιπόν στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση και εκεί με ενημέρωσαν ότι αυτή την διαδικασία χορήγησης άδειας την έχει αναλάβει πλέον ο Ε.Ο.Π.Π.Ε.Π. Τηλεφωνώντας αργότερα στον Ε.Ο.Π.Π.Ε.Π για να μάθω τι δικαιολογητικά χρειάζονται, έμαθα προς μεγάλη μου έκπληξη ότι η διαδικασία αφορά μόνο Έλληνες πολίτες και πολίτες κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Όταν ρώτησα στη συνέχεια αν ισχύει αυτό μόνο για την ελληνική φιλολογία μου είπαν ότι αυτό ισχύει για όλους τους αποφοίτους καθηγητικών τμημάτων! Δηλαδή, στην πράξη, για όλους εμάς που έχουμε τελειώσει από ελληνικό πανεπιστήμιο Φιλοσοφική, Μαθηματικό, Χημικό, Φυσικό, Βιολογικό, Ξένες γλώσσες και δεν έχουμε καταφέρει ακόμη να αποκτήσουμε την ελληνική ιθαγένεια, πέρα από δημόσια σχολεία, δεν μπορούμε να διδάξουμε ούτε σε φροντιστήρια. Θέλω να προσθέσω επίσης ότι πρόσβαση δεν έχουμε και στην περίπτωση των ιδιωτικών σχολείων.
Όσον αφορά τους υπηκόους τρίτων χωρών -δηλαδή εμάς- μου είπαν ότι αυτοί υπάγονται στο Υπουργείο Παιδείας και αργότερα όταν τηλεφώνησα στο Υπουργείο μου είπαν ότι ένας υπήκοος τρίτης χώρας μπορεί να διδάξει μόνο ξένη γλώσσα στην Ελλάδα και αυτό υπό τις εξής αλλόκοτες προϋποθέσεις: Θα πρέπει πρώτα να βρει φροντιστήριο για να τον προσλάβει -σε αντίθεση με τη διαδικασία που αφορά τους Έλληνες- να υποβληθεί σε εξετάσεις για να βεβαιώσει την υγεία του (αυτό ισχύει και για τους Έλληνες), θα πρέπει να είναι παντρεμένος με Έλληνα και θα πρέπει στο φροντιστήριο που θα εργαστεί να δουλεύουν τουλάχιστον 10 Έλληνες, αντιστοιχία δηλαδή που ισχύει σύμφωνα με το νόμο είναι η εξής: 1 αλλοδαπός ανάμεσα σε 10 Έλληνες, 2 αλλοδαποί-20 Έλληνες !
Και στην περίπτωση που δεν είναι παντρεμένος με Έλληνα θα πρέπει να έχει τελειώσει οπωσδήποτε την Ξένη γλώσσα στην αντίστοιχή της χώρα, δηλαδή Αγγλικά στην Αγγλία, Γερμανικά στην Γερμανία κτλ.»
Τι σημαίνει για ένα παιδί γεννημένο και μεγαλωμένο στην Ελλάδα να μην έχει πρόσβαση στην ελληνική ιθαγένεια;Δεν έχει πιστοποιητικό γέννησης. Πιστοποιητικό γέννησης «δικαιούνται» μόνο τα παιδιά των Ελλήνων πολιτών.
Δεν μπορεί να ταξιδέψει ελεύθερα εκτός Ελλάδας. Για να ταξιδέψει εκτός Ελλάδας χρειάζεται άδεια παραμονής σε ισχύ (ή αλλιώς sticker). Τα περισσότερα παιδιά είναι με βεβαίωση (έχουν καταθέσει τα δικαιολογητικά και περιμένουν να εκδοθεί η άδεια τους). Συνήθως όμως η άδεια παραμονής τους βγαίνει αφού έχει ήδη λήξει.
Δεν μπορεί να σπουδάσει εύκολα εκτός Ελλάδας στις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ. Θεωρείται πολίτης τρίτης χώρας οπότε πέρα από τη φοιτητική visa που χρειάζεται, σε κάποιες Ευρωπαϊκές πρέπει να πληρώσει τριπλά δίδακτρα.
Δεν μπορεί να ζήσει και να εργαστεί ελεύθερα στις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ. Θεωρείται πολίτης τρίτης χώρας οπότε χρειάζεται άδεια παραμονής και εργασίας για να ζήσει και να εργαστεί νόμιμα.
Δεν έχει πλήρη πρόσβαση στην αγορά εργασίας. Για τη άσκηση ορισμένων επαγγελμάτων, η ελληνική ιθαγένεια θεωρείται προϋπόθεση. Ειδικότερα, για να δώσει κάποιος εξετάσεις στο Δικηγορικό Σύλλογο έτσι ώστε να μπορέσει να πάρει άδεια ασκήσεως επαγγέλματος, να δώσει ΑΣΕΠ, να δουλέψει στο δημόσιο (υπηρεσίες, σχολεία, νοσοκομεία) ή να μπει σε ορισμένες στρατιωτικές σχολές, απαραίτητη προϋπόθεση είναι να έχει την ελληνική ιθαγένεια.
Δεν έχει πολιτικά δικαιώματα. Δεν έχει το δικαίωμα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι σε τοπικές και εθνικές εκλογές και ευρωεκλογές.
Το επίσημο έγγραφο που αποδεικνύει την ταυτότητα του είναι το διαβατήριο. Δεν έχει το δικαίωμα να βγάλει ελληνική ταυτότητα γιατί επισήμως θεωρείται πολίτης τρίτης χώρας.
Χρειάζεται άδεια παραμονής για να ζει νόμιμα στη χώρα που γεννήθηκε και μεγάλωσε.
Τα παραπάνω ισχύουν για τα παιδιά τα οποία δεν έχουν πρόσβαση στην ελληνική ιθαγένεια άλλα έχουν πρόσβαση στην ιθαγένεια της χώρας καταγωγής των γονιών τους. Υπάρχει μια μερίδα παιδιών όμως που για διάφορους λόγους δεν έχουν πρόσβαση σε καμία ιθαγένεια, είναι δηλαδή ανιθαγενείς. Αυτά τα παιδιά, πέρα από τα παραπάνω, έχουν να αντιμετωπίσουν ακόμα περισσότερα και πιο σοβαρά προβλήματα.
Τι σημαίνει να είναι κάποιος ανιθαγενής;
Δεν αναγνωρίζεται επίσημα ως πολίτης καμίας χώρας. Επισήμως τα άτομα αυτά δεν υπάρχουν αφού δεν είναι γραμμένα σε κανένα δημοτολόγιο πουθενά στον κόσμο.Δεν έχει κανένα επίσημο έγγραφο που να αποδεικνύει την ταυτότητα του. Δεν μπορεί να βγάλει ούτε ταυτότητα ούτε διαβατήριο. Τι σημαίνει αυτό;
· Δεν μπορεί να βγάλει ΑΦΜ, να εργαστεί νόμιμα και να ασφαλιστεί
· Δεν μπορεί να έχει περιουσία στο όνομα του
· Δεν μπορεί να νοικιάσει σπίτι
· Δεν μπορεί να ανοίξει λογαριασμό σε τράπεζα
· Δεν μπορεί να βγάλει δίπλωμα αυτοκινήτου
· Δεν μπορεί να σπουδάσει
· Δεν μπορεί να παντρευτεί
· Δεν μπορεί να ταξιδέψει στο εξωτερικό (ούτε στο εσωτερικό με αεροπλάνο)
· Δεν μπορεί να κάνει καμία συνδιαλλαγή με το δημόσιο
· Δεν μπορεί να βγάλει άδεια παραμονής
Σύμφωνα με τη Χάρτα των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, όλοι οι άνθρωποι έχουν δικαίωμα στην ιθαγένεια. Στην Ελλάδα, ο νόμος προβλέπει ότι στα γεννημένα στην Ελλάδα και αποδεδειγμένα ανιθαγενή άτομα χορηγείται η ελληνική ιθαγένεια. Ο νόμος αυτός δεν εφαρμόζεται. 


(Πηγή: generation 2.0)
Share on Google Plus

Διαβάστε επίσης

    Blogger Comment
    Facebook Comment

Tech News